ἱκετήριος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek
ἱκετηρίων — ἱκετήριος of fem gen pl ἱκετήριος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκτήριον — ἱκετήριος of masc acc sg ἱκετήριος of neut nom/voc/acc sg ἱκτήριος of masc acc sg ἱκτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίαις — ἱκετήριος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίην — ἱκετήριος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίοις — ἱκετήριος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίου — ἱκετήριος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίους — ἱκετήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετήρια — ἱκετήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)